Στις 29 Μαρτίου του 1896, κατά τη διάρκεια της πέμπτης ημέρας των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, στο πρόγραμμα βρέθηκε ο Μαραθώνιος. Η ιδέα της συγκεκριμένης διαδρομής προτάθηκε από τον φιλόλογο Μισέλ Μπρεάλ, για να τιμηθεί ο Φειδιππίδης και η υπεράνθρωπη διαδρομή του ύστερα από τη μάχη του Μαραθώνα.
Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, η διαδρομή του Μαραθωνίου ήταν 40 χιλιόμετρα και όχι 42 και 195 μέτρα όπως καθιερώθηκε από το 1908. Στον αγώνα θα συμμετείχαν 17 αθλητές, 13 Έλληνες και τέσσερις ξένοι. Φαβορί από το ξεκίνημα ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος, έμπειρος δρομέας και κάτοχος του καλύτερου χρόνου με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. 100.000 κόσμου είχαν μαζευτεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οπού γινόταν ο τερματισμός, και ύστερα από την απογοήτευση στο αγώνισμα της δισκοβολίας (που η πρωτιά κατέληξε σε Αμερικάνικα χέρια), περίμεναν στον Μαραθώνιο να δουν έναν Έλληνα να περνάει πρώτος το νήμα.
Ο αγώνας ξεκίνησε και πολλοί εγκατέλειψαν πολύ νωρίς. Ο Γάλλος νικητής των 1500 μέτρων Αλμπέν Λερμιζιό μπήκε από την αρχή μπροστά και προπορευόταν. Στο 32ο χιλιόμετρο κατέρρευσε και τη θέση του στην κορυφή πήρε ο Αυστραλός Φλάκ. Μετά από δυο χιλιόμετρα ο Αυστραλός είπε σε έναν ποδηλάτη να τρέξει στο στάδιο και να αναγγείλει την νίκη του. Το στάδιο πάγωσε. Εκείνη τη στιγμή πίσω από τον Αυστραλό ήταν ο Βασιλάκος, ο Σπύρος Μπελόκας και Σπύρος Λούης.
Στο 37ο χιλιόμετρο ο Αυστραλός δεν άντεξε. Ο Λούης άλλαξε λίγο τον ρυθμό του και προσπέρασε τον Φλάκ. Ο διοργανωτής του αγώνα, ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, είδε το Λούη να προπορεύεται κατευθύνθηκε προς το στάδιο και ενημέρωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ ότι ο προπορευόμενος ήταν Έλληνας, με το στάδιο να αρχίζει να ζητωκραυγάζει. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν αυτός που είχε πείσει εξαρχής τον Σπύρο Λούη να συμμετάσχει στον Μαραθώνιο, αφού ήταν υπό τις διαταγές του στον στρατό και γνώριζε ότι είχε μεγάλη αντοχή. Βλέπετε, ο Λούης ήταν νερουλάς στο επάγγελμα και έτρεχε καθημερινά με δυο τενεκέδες νερό περασμένους πίσω από τον αυχένα του.
Μόλις ο Σπύρος Λούης μπήκε στο στάδιο το κοινό σύσσωμο δεν φώναξε το όνομά του. Ίσως να μην το ήξερε κιόλας. Φώναξε, «Έλλην, Έλλην», αντικρύζοντας τον ηγέτη της κούρσας με το παραδοσιακό ελληνικό ένδυμα. Αυτό είχε σημασία γι’ αυτούς. Ο 23χρονος από το Μαρούσι έδωσε χαρά σε 100.000 κόσμο και σε όλη την Ελλάδα, τερματίζοντας σε χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Η τρομερή αυτή εμπειρία δεν άλλαξε καθόλου τον νεαρό. Εθνικός ήρωας πια, αλλά επέλεξε να παραμείνει νερουλάς και να διατηρήσει τον τρόπο ζωής του. Πέθανε το 1940 σε ηλικία 67 ετών.
Οι θρύλοι γύρω από τον αγώνα
Κατά καιρούς, έχουν ακουστεί διάφορα γι’ αυτόν τον αγώνα. Ο πιο γνωστός θρύλος είναι εκείνος που λέει πως ο Σπύρος Λούης χρησιμοποίησε κάρο και εμφανίστηκε στα τελευταία χιλιόμετρα. Ο Ντόναλντ-Γεώργιος Μακφαίηλ σε βιβλίο του αναφέρει πως ήταν αδύνατο να βελτιώσει κάποιος τόσο πολύ τον χρόνο του. Στα προκριματικά ο Λούης είχε τρέξει λιγότερα χιλιόμετρα σε 20 παραπάνω λεπτά! Βέβαια στους προκριματικούς, οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές. Πάντως και οι δρομείς, είπαν ότι ποτέ δεν είδαν τον Λούη να τους προσπερνά!
Ένας άλλος θρύλος λέει πως ο Σπύρος Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο στο Πικέρμι για να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας πως δεν έχει πρόβλημα και πως θα τους προλάβει τους υπόλοιπους. Όταν κέρδισε δε τον αγώνα, του προσέφεραν κρασί, φαγητό ακόμα και κοσμήματα. Ο θρύλος λέει ότι ο Λούης ζήτησε, «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό.»
Η νίκη του Σπύρου Λούη παραμένει μια από τις πιο μεγάλες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στην πατρίδα του στο Μαρούσι, φέρει το όνομά του.
Δείτε το βίντεο για τον Σπύρο Λούη από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος Ταινία μικρού μήκους, αναφορικά με την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην Αθήνα, τη νίκη του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο Δρόμο και το Ασημένιο Κύπελλο του Μιχαήλ Μπρεάλ, που απονεμήθηκε τιμητικά στον νικητή.
Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, η διαδρομή του Μαραθωνίου ήταν 40 χιλιόμετρα και όχι 42 και 195 μέτρα όπως καθιερώθηκε από το 1908. Στον αγώνα θα συμμετείχαν 17 αθλητές, 13 Έλληνες και τέσσερις ξένοι. Φαβορί από το ξεκίνημα ήταν ο Χαρίλαος Βασιλάκος, έμπειρος δρομέας και κάτοχος του καλύτερου χρόνου με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. 100.000 κόσμου είχαν μαζευτεί στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οπού γινόταν ο τερματισμός, και ύστερα από την απογοήτευση στο αγώνισμα της δισκοβολίας (που η πρωτιά κατέληξε σε Αμερικάνικα χέρια), περίμεναν στον Μαραθώνιο να δουν έναν Έλληνα να περνάει πρώτος το νήμα.
Ο αγώνας ξεκίνησε και πολλοί εγκατέλειψαν πολύ νωρίς. Ο Γάλλος νικητής των 1500 μέτρων Αλμπέν Λερμιζιό μπήκε από την αρχή μπροστά και προπορευόταν. Στο 32ο χιλιόμετρο κατέρρευσε και τη θέση του στην κορυφή πήρε ο Αυστραλός Φλάκ. Μετά από δυο χιλιόμετρα ο Αυστραλός είπε σε έναν ποδηλάτη να τρέξει στο στάδιο και να αναγγείλει την νίκη του. Το στάδιο πάγωσε. Εκείνη τη στιγμή πίσω από τον Αυστραλό ήταν ο Βασιλάκος, ο Σπύρος Μπελόκας και Σπύρος Λούης.
Στο 37ο χιλιόμετρο ο Αυστραλός δεν άντεξε. Ο Λούης άλλαξε λίγο τον ρυθμό του και προσπέρασε τον Φλάκ. Ο διοργανωτής του αγώνα, ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, είδε το Λούη να προπορεύεται κατευθύνθηκε προς το στάδιο και ενημέρωσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ ότι ο προπορευόμενος ήταν Έλληνας, με το στάδιο να αρχίζει να ζητωκραυγάζει. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν αυτός που είχε πείσει εξαρχής τον Σπύρο Λούη να συμμετάσχει στον Μαραθώνιο, αφού ήταν υπό τις διαταγές του στον στρατό και γνώριζε ότι είχε μεγάλη αντοχή. Βλέπετε, ο Λούης ήταν νερουλάς στο επάγγελμα και έτρεχε καθημερινά με δυο τενεκέδες νερό περασμένους πίσω από τον αυχένα του.
Μόλις ο Σπύρος Λούης μπήκε στο στάδιο το κοινό σύσσωμο δεν φώναξε το όνομά του. Ίσως να μην το ήξερε κιόλας. Φώναξε, «Έλλην, Έλλην», αντικρύζοντας τον ηγέτη της κούρσας με το παραδοσιακό ελληνικό ένδυμα. Αυτό είχε σημασία γι’ αυτούς. Ο 23χρονος από το Μαρούσι έδωσε χαρά σε 100.000 κόσμο και σε όλη την Ελλάδα, τερματίζοντας σε χρόνο 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.
Η τρομερή αυτή εμπειρία δεν άλλαξε καθόλου τον νεαρό. Εθνικός ήρωας πια, αλλά επέλεξε να παραμείνει νερουλάς και να διατηρήσει τον τρόπο ζωής του. Πέθανε το 1940 σε ηλικία 67 ετών.
Οι θρύλοι γύρω από τον αγώνα
Κατά καιρούς, έχουν ακουστεί διάφορα γι’ αυτόν τον αγώνα. Ο πιο γνωστός θρύλος είναι εκείνος που λέει πως ο Σπύρος Λούης χρησιμοποίησε κάρο και εμφανίστηκε στα τελευταία χιλιόμετρα. Ο Ντόναλντ-Γεώργιος Μακφαίηλ σε βιβλίο του αναφέρει πως ήταν αδύνατο να βελτιώσει κάποιος τόσο πολύ τον χρόνο του. Στα προκριματικά ο Λούης είχε τρέξει λιγότερα χιλιόμετρα σε 20 παραπάνω λεπτά! Βέβαια στους προκριματικούς, οι καιρικές συνθήκες ήταν κακές. Πάντως και οι δρομείς, είπαν ότι ποτέ δεν είδαν τον Λούη να τους προσπερνά!
Ένας άλλος θρύλος λέει πως ο Σπύρος Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο στο Πικέρμι για να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας πως δεν έχει πρόβλημα και πως θα τους προλάβει τους υπόλοιπους. Όταν κέρδισε δε τον αγώνα, του προσέφεραν κρασί, φαγητό ακόμα και κοσμήματα. Ο θρύλος λέει ότι ο Λούης ζήτησε, «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό.»
Η νίκη του Σπύρου Λούη παραμένει μια από τις πιο μεγάλες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στην πατρίδα του στο Μαρούσι, φέρει το όνομά του.
Δείτε το βίντεο για τον Σπύρο Λούη από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος Ταινία μικρού μήκους, αναφορικά με την ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην Αθήνα, τη νίκη του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο Δρόμο και το Ασημένιο Κύπελλο του Μιχαήλ Μπρεάλ, που απονεμήθηκε τιμητικά στον νικητή.
πηγη:sansimera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου